κτηνωδία

κτηνωδία
1) atrocité
2) bestialité

Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Regardez d'autres dictionnaires:

  • κτηνωδία — κτηνωδία, η και χτηνωδία, η η ιδιότητα του κτηνώδους, η βαναυσότητα, η χυδαιότητα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κτηνωδία — και χτηνωδία, η (AM κτηνωδία, Α και κτηνώδεια) [κτηνώδης] η κατάσταση τού κτηνώδους νεοελλ. μσν. ηθική πώρωση, βαναυσότητα, χυδαιότητα, απανθρωπιά …   Dictionary of Greek

  • ζωοφθορά — (I) ζωοφθορά, ή (Α) κτηνωδία, διαστροφή, βαρβαρότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζω(ο) (Ι)* + φθορά (< φθείρω)]. (II) ζῳοφθορά, ή (Α) ζωοφθορία*, κτηνοβασία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζω(ο) (ΙΙ)* + φθορά (< φθείρω)] …   Dictionary of Greek

  • θηριωδία — η (ΑΜ θηριωδία) [θηριώδης] σκληρότητα, ασπλαχνία, απανθρωπιά, ωμότητα, κτηνωδία …   Dictionary of Greek

  • θηριότης — θηριότης, ἡ (Α) [θηρίο] 1. η φύση τού θηρίου, η αγριότητα 2. μτφ. κτηνωδία …   Dictionary of Greek

  • κτηνοπρέπεια — κτηνοπρέπεια, ἡ (Μ) [κτηνοπρεπής] η ιδιότητα τού κτηνοπρεπούς, η κτηνωδία …   Dictionary of Greek

  • κτηνοπρεπής — κτηνοπρεπής, ές (AM) αυτός που αρμόζει σε κτήνος, κτηνώδης αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ κτηνοπρεπές η κτηνωδία. επίρρ... κτηνοπρεπῶς (AM) όπως αρμόζει σε κτήνος, κτηνωδώς αρχ. παραλόγως. [ΕΤΥΜΟΛ. < κτῆνος + πρεπής (< πρέπω), πρβλ. αρχαιο πρεπής …   Dictionary of Greek

  • παχυδερμία — (Ιατρ.). Η μόνιμη αύξηση του πάχους του δέρματος, που οφείλεται σε χρόνια υπερπλασία του ινώδους ιστού του δέρματος, του υποδόριου συνδετικού ιστού και συχνά και των μυών. Η π. καλύπτει τα κάτω άκρα και το όσχεο. Το δέρμα εκείνου που υποφέρει από …   Dictionary of Greek

  • υωδία — ἡ, Α [ὑώδης] κακοήθεια, κτηνωδία …   Dictionary of Greek

  • Ερβιέ, Πολ — (PaulHervieu, Νεϊγί σιρ Σεν 1857 – Παρίσι 1915). Γάλλος συγγραφέας. Αρχικά δημοσίευσε σατιρικά μυθιστορήματα, καυτηριάζοντας την παριζιάνικη αριστοκρατική κοινωνία. Μερικά από αυτά είναι: Η παρισινή κτηνωδία (1883), Ο άγνωστος (1886), Φλερτ… …   Dictionary of Greek

  • Ντίκενς, Τσαρλς — (Charles Dickens, Λάντπορτ, Πόρτσμουθ 1812 – Λονδίνο 1870). Άγγλος συγγραφέας. Ήταν ακόμα παιδί όταν εγκαταστάθηκε μαζί με την οικογένειά του στο Λονδίνο. Ο πατέρας του, μια συγκινητική και κωμική ενσάρκωση του οποίου βρίσκουμε στον κύριο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”